(Σε συνεργασία με το BusinessReview)
Ι. Η αξία των domain names (ονόματα χώρου) - η
περίπτωση της μεταγενέστερης απαγόρευσης χρήσης
Στη σύγχρονη αγορά κάθε
επιχείρηση διαθέτει ένα domain name (όνομα χώρου) υπό το
οποίο φιλοξενείται η ιστοσελίδα της. Είτε μέσω αυτού πραγματοποιούνται πωλήσεις
(μορφή e-shop) είτε όχι, το domain name θα αποτελεί πολλές φορές
ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Τούτο διότι, παραστατικά,
εκείνο το οποίο παλιότερα αποκαλούσαμε ως «μαγαζί γωνία», μεταφράζεται πλέον στην
επιχείρηση της οποίας η ιστοσελίδα εμφανίζεται στην 1η σελίδα των μηχανών
αναζήτησης (σχεδόν αποκλειστικά, σήμερα, στη μηχανή αναζήτησης της Google).
Είναι επίσης γνωστό σε
όσους ασχολούνται με το ψηφιακό (digital) marketing και το Search Engine Optimization (SEO), ότι η ισχύς κάθε domain name (domain authority - DA) οικοδομείται με μεγάλο κόπο και δαπάνες και απαιτεί χρόνο παρουσίας στη
διαδικτυακή αγορά. Συχνά – και ορθά – επιστρατεύονται επαγγελματίες που
εξειδικεύονται στο digital marketing, ώστε να καταστήσουν την ιστοσελίδα ισχυρή στον διαδικτυακό ανταγωνισμό
και να εμφανίζεται σε καλή θέση στην αναζήτηση της Google.
Αν για οποιονδήποτε λόγο η επιχείρηση εξαναγκαστεί σε
αλλαγή domain name, αυτό θα σημαίνει ότι θα χρειαστεί να οικοδομήσει από την αρχή την ισχύ
του, δεδομένου ότι αυτή (δηλ. η ισχύς) του αρχικού domain (domain authority) δεν «μεταφέρεται», ακόμα και αν τα δύο domain names ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο και ακόμα και αν ο κώδικας της μίας
σελίδας μεταφερθεί αυτούσιος στην άλλη. Επίσης, η λύση του redirect από την παλιά στη νέα σελίδα δεν θα μπορεί να οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα,
αφού το περιεχόμενο της αρχικής σελίδας (εκείνης με το υψηλό DA) δεν θα μπορεί πλέον να καθορίζεται από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Έτσι, η
υποχρέωση μη χρήσης του συγκεκριμένου domain name επί του οποίου η επιχείρηση είχε οικοδομήσει πόρους, κόπο και χρόνο θα
αποτελεί συχνά μια καταστροφική εξέλιξη, ιδίως
για τις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες στηρίζουν τον κύκλο εργασιών τους στη
διαδικτυακή τους παρουσία.
Η συνηθέστερη περίπτωση
κατά την οποία αυτό θα συμβεί (δηλαδή η επιχείρηση θα εξαναγκαστεί να
δραστηριοποιηθεί υπό διαφορετικό domain name) θα είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης, κατόπιν πρωτοβουλίας (συνήθως) ανταγωνιστή
ο οποίος θα ισχυρίζεται ότι κατέχει προγενέστερο δικαίωμα επί της ένδειξης ή ακόμα και επί ένδειξης με την οποία το
όνομα χώρου τελεί «σε κίνδυνο σύγχυσης». Σημειώνεται ότι η
διαγραφή domain name με κατάληξη «.gr» ή «.ελ» είναι δυνατή και με διαδικασία ενώπιον της Εθνικής Επιτροπής
Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΕΤΤ 843/2/2018 – υπό τις
προϋποθέσεις του ά. 10 παρ. 2).
Ο κίνδυνος σύγχυσης
αποτελεί νομική έννοια και αναφέρεται, εν συντομία, στον κίνδυνο οι καταναλωτές
να πιστέψουν ότι λόγω ενός ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ δύο ενδείξεων,
αυτές είτε ανήκουν στην ίδια επιχείρηση είτε μεν σε διαφορετικές επιχειρήσεις
οι οποίες πλην όμως τελούν υπό συγκεκριμένο (π.χ. οικονομικό, οργανωτικό κτλ) σύνδεσμο.
Η πολυπλοκότητα της έννοιας και ιδίως
των παραγόντων βάσει των οποίων υπολογίζεται ο κίνδυνος σύγχυσης, αποτελούν
τα βασικά στοιχεία για τα οποία η συμβουλή ενός ειδικού είναι απαραίτητη πριν
την οποιαδήποτε επένδυση χρόνου και πόρων σε συγκεκριμένο domain name.
ΙΙ. Παρέχει κάποια διασφάλιση η αγορά ενός domain name;
Η συχνότερη παρανόηση
επιχειρηματιών οι οποίοι λαμβάνουν διάταξη δικαστηρίου που τους απαγορεύει τη
χρήση συγκεκριμένης ένδειξης ως domain name (και άρα ουσιαστικά τους αναγκάζει να οικοδομήσουν εξ αρχής σε νέο όνομα) σχετίζεται
με την «αίσθηση κυριότητας» που τους προσδίδει η «αγορά» ενός domain name. Ως γνωστόν, η χρήση ενός domain name προϋποθέτει την αγορά
του για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (είτε απευθείας από τον ενδιαφερόμενο,
είτε μέσω ενός από τους πολλούς παρόχους που δρουν σαν ενδιάμεσοι, με ελάχιστη,
συνήθως, χρέωση).
Η αλήθεια είναι όμως ότι
αυτή η «αγορά» δεν διασφαλίζει τον
επιχειρηματία. Ο έλεγχος που γίνεται είναι τυπικός και αυτοματοποιημένος,
εξαντλούμενος στο εάν ακριβώς το συγκεκριμένο
domain name έχει ήδη αγοραστεί από άλλο πρόσωπο. Η διαφορά – η οποία,
εφόσον υπάρχει, επιτρέπει τυπικά την αγορά, αλλά δεν διασφαλίζει νομικά τον
ενδιαφερόμενο - μπορεί να έγκειται και
μόνο στο top level-domain, δηλαδή στο τελευταίο κομμάτι ενός ονόματος (.gr, .com, .net κ.ο.κ.)
Έτσι,
για παράδειγμα, ακόμα και αν έχει ήδη αγοραστεί το domain name www.thetrademarkhoop.com, μπορεί ο οποιοσδήποτε να αγοράσει το domain name www.thetrademarkhoop.gr, αφού – τεχνικά – κατά τον έλεγχο διαθεσιμότητας
θα διαπιστωθεί ότι παραμένει διαθέσιμο (λόγω της διαφοράς στο top level-domain). Το ίδιο ισχύει και για άλλα domain names, τα οποία ναι μεν δεν θα ταυτίζονται με την
ένδειξη “thetrademarkhoop”, πλην
όμως θα ομοιάζουν (οπτικά, ηχητικά ή νοηματικά) με αυτή. Δηλαδή, ο
ενδιαφερόμενος θα έχει τη δυνατότητα τεχνικά να αγοράσει τα αντίστοιχα domain names.
Σε όλες
αυτές τι περιπτώσεις, ωστόσο, η ιστοσελίδα www.thetrademarkhoop.com (και η κάθε ιστοσελίδα η οποία θα έχει κατοχυρώσει το όνομά της - second level domain ή SLD - ως
εμπορικό σήμα) θα απολαύσει προστασίας, ιδίως για τον εξής λόγο:
Για τον
όρο “thetrademarkhoop” έχει
υποβληθεί δήλωση κατάθεση εθνικού σήματος η οποία έχει γίνει δεκτή.
Έχοντας παρέλθει τρεις μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης και
αφού δεν έχει ασκηθεί κάποια ανακοπή (για τη σημασία της παρέλευσης άπρακτου τριμήνου
από τη δήλωση και άλλες συχνές ερωτήσεις σχετικά με τη διαδικασία κτήσης
δικαιώματος στο εμπορικό σήμα βλ. εδώ),
σήμερα υφίσταται δικαίωμα στο εμπορικό σήμα “thetrademarkhoop”, ενδεικτικά, για νομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες
σχετιζόμενες με τα εμπορικά σήματα. Έτσι, εάν τρίτος χρησιμοποιήσει το
συγκεκριμένο domain name για την παροχή
συναφών υπηρεσιών, θα λάβει διάταξη δικαστηρίου η οποία θα του απαγορεύει τη
χρήση. Το ίδιο θα συμβεί ακόμα και αν η
ένδειξη δεν είναι καν σε μεγάλο βαθμό ίδια με εκείνη που έχει κατοχυρωθεί ως
εμπορικό σήμα – αρκεί να υπάρχουν ομοιότητες στη βάση των οποίων θα κριθεί ότι
συντρέχει κίνδυνος σύγχυσης (αναφέραμε προηγουμένως ότι πρόκειται για νομική
έννοια).
Εξάλλου,
δεν απαιτείται ο προγενέστερος δικαιούχος να χρησιμοποιεί συγκεκριμένη ένδειξη και
ως μέρος συγκεκριμένου domain name, προκειμένου να
απαγορεύσει τη χρήση domain name με το οποίο τελεί σε
κίνδυνο σύγχυσης. Αρκεί η υποβολή κατάθεσης
σήματος (ευρωπαϊκού ή εθνικού) και η καταχώρισή της. Για παράδειγμα,
επιχείρηση η οποία έχει καταχωρίσει την ένδειξη “kronos” αναφορικά με
προϊόντα ένδυσης και δεν έχει ιστοσελίδα της οποίας το domain name να περιέχει το στοιχείο “kronos”, θα μπορεί να αιτηθεί
δικαστικώς και να επιτύχει την απαγόρευση χρήσης του domain name www.kronos.gr από ανταγωνίστρια
επιχείρηση η οποία το χρησιμοποιεί – ακόμα και για κάποια χρόνια – για την
προώθηση της δραστηριότητάς της. Το
γεγονός ότι αυτό βρέθηκε διαθέσιμο κατά τον τυπικό έλεγχο της αγοράς του
συγκεκριμένου domain name δεν έχει καμία απολύτως επιρροή.
Υπάρχουν
όμως λοιποί τρίτοι οι οποίοι δύνανται να απαγορεύσουν την χρήση ενός domain name, όπως οι δικαιούχοι διακριτικού γνωρίσματος του ουσιαστικού
συστήματος, εφόσον βέβαια πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κτήση αντίστοιχου
δικαιώματος, κρίση η οποία είναι νομική και θα απαιτεί και πάλι τη συνδρομή
επαγγελματία εξειδικευμένου με το συγκεκριμένο δίκαιο.
ΙΙΙ. Επίλογος
Σύμφωνα
με βασική αρχή του δικαίου της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, σε περίπτωση που το ίδιο ή παρεμφερές διακριτικό γνώρισμα χρησιμοποιείται
από δύο ή περισσότερους, επικρατεί εκείνος που πρώτος απέκτησε το δικαίωμα. Επιστρατεύεται, δηλαδή, η αρχή της χρονικής
προτεραιότητας ως μέθοδος άρσης της σύγκρουσης (ΠΠρΑθ 1378/2016). Η λύση αυτή φαίνεται και από δικαιοπολιτική
σκοπιά εύλογη.
Δικαίωμα σε διακριτικό
γνώρισμα κτάται μέσω δύο οδών: είτε με
ουσιαστικό τρόπο (στην περίπτωση αυτή απαιτείται επίκληση και απόδειξη μιας
σειράς από προϋποθέσεις με τη βασικότερη να είναι η διαρκής και πραγματική
χρήση στις συναλλαγές) είτε με τυπικό
τρόπο («τυπικό σύστημα»), δηλαδή με τη διαδικασία κατοχύρωσης εμπορικού
σήματος. Στην τελευταία περίπτωση, για
την απόδειξη του δικαιώματος και της προτεραιότητας, αρκεί η προσκόμιση αποδεικτικού
καταχώρισης στο οικείο Μητρώο Σημάτων.
Έτσι η προσεκτική έρευνα
πριν την επένδυση χρόνου και χρήματος στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, κρίνεται
απολύτως αναγκαία. Ένας εξειδικευμένος επαγγελματίας θα διασφαλίσει την
απροβλημάτιστη δραστηριότητα της επιχείρησης στο μέλλον, κατοχυρώνοντας την ονομασία της ιστοσελίδας ως εμπορικό σήμα﮲
είτε όπως ακριβώς την αναζήτησε αρχικώς ο επιχειρηματίας, είτε με εστιασμένες
αλλαγές για να αποφευχθούν ακριβώς συγκρούσεις νομικά κρίσιμες με άλλα σήματα
τα οποία προϋπάρχουν. Διότι ένα ενδεχόμενο
δικαστήριο από τρίτο ανταγωνιστή (ο οποίος θα μπορούσε να βρίσκεται και εκτός
Ελλάδας – π.χ. δικαιούχος σήματος της Ε.Ε.) θα μπορούσε να προκαλέσει δικαστικά
έξοδα, υποχρεώσεις αποζημίωσης, ακόμα και ποινικές ευθύνες. Και βέβαια, όπως
αναφέρθηκε, παράλειψη χρήσης του domain name που ενδεχομένως επί
καιρό οικοδομούταν.
Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται και η απροβλημάτιστη
κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών της επιχείρησης, οι οποίες συνηθέστατα
θα φέρουν την ίδια ένδειξη.
[Σημειώνεται ότι με την ΚΥΑ 48793/2022 (ΦΕΚ 2416/16.05.2022), υλοποιήθηκε η μεταφορά
της αρμοδιότητας των Εμπορικών Σημάτων από τη Διεύθυνση Σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης
και Επενδύσεων, στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ)].
0 Σχόλια